- χουγιάζω
- χουγιάζω, χούγιαξα βλ. πίν. 23
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
χουγιάζω — Ν 1. φωνάζω δυνατά, ιδίως από απόσταση («χούγιαξε τα πρόβατα να φύγουν από τον δρόμο») 2. μτφ. επιπλήττω κάποιον μεγαλόφωνα («τόν χούγιαξε και τόν τρόμαξε»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. hujati «φωνάζω»] … Dictionary of Greek
χουγιάζω — (λ. σλαβ.), χούγιαξα, χουγιάχτηκα, χουγιαγμένος 1. φωνάζω δυνατά και από μακριά για να φοβηθούν τα γιδοπρόβατα: Χούγιαξε τα γίδια να φύγουν από το χωράφι. 2. κατηγορώ κάποιον μεγαλόφωνα, τον μαλώνω: Τη χουγιάζεις πολύ την κόρη σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χούγιασμα — το, Ν [χουγιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χουγιάζω … Dictionary of Greek
χουγιαχτό — το, Ν χούγιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χουγιάζω (πρβλ. ουρλιάζω: ουρλιαχτό)] … Dictionary of Greek